ὀπαίας

ὀπαίας
ὀπαίᾱς , ὀπαῖος
with a hole
fem acc pl
ὀπαίᾱς , ὀπαῖος
with a hole
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οπαίος — α, ο (Α ὀπαῑος, αία, ον) [οπή] αυτός που έχει οπή ή άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οπαίο α) ναυτ. μεγάλη τετράπλευρη οπή τού καταστρώματος πλοίου, όπου στερεώνεται η έδρα τού μεγάλου επιστηλίου β) στρ. η κεντρική οπή τού κλείστρου τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”